Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλογιστόν <από τη γαλλική Ρhlogiston < από το αρχαίο ελληνικό φλογιστός,ή,όν (καμένος, εύφλεκτος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλογιστόν ουδέτερο

  • υποθετική ουσία η οποία σύμφωνα με την φλογιστική θεωρία (που καταρρίφθηκε με την ανακάλυψη του οξυγόνου) ερμήνευε την καύση



  Μεταφράσεις επεξεργασία