πίσσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίσσα | οι | πίσσες |
γενική | της | πίσσας | των | πισσών |
αιτιατική | την | πίσσα | τις | πίσσες |
κλητική | πίσσα | πίσσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίσσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πίσσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίσσα θηλυκό
- μαύρη παχύρρευστη ουσία, υποπροϊόν απόσταξης λιθανθράκων ή πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως στεγανωτικό υλικό, στην ασφαλτόστρωση δρόμων κλπ
- βλαβερή ουσία του τσιγάρου
- (επιτατικό ουσιαστικό) κάτι κατάμαυρο
- ⮡ έξω ήταν σκοτάδι πίσσα
- (κυπριακά) τσίχλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πίσσᾰ | αἱ | πίσσαι |
γενική | τῆς | πίσσης | τῶν | πισσῶν |
δοτική | τῇ | πίσσῃ | ταῖς | πίσσαις |
αιτιατική | τὴν | πίσσᾰν | τὰς | πίσσᾱς |
κλητική ὦ! | πίσσᾰ | πίσσαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πίσσᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πίσσαιν | ||
Το βραχύ γιώτα, από τη γνωστή γραφή του πληθυνικού, όπως «ρητινώδεις πίσσαι». | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίσσα, -ης [πῐσσᾰ] θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πίσσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίσσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.