↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσίχλα οι τσίχλες
      γενική της τσίχλας των τσιχλών
    αιτιατική την τσίχλα τις τσίχλες
     κλητική τσίχλα τσίχλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσίχλα <
  1. αρχαία ελληνική κίχλη
  2. (άμεσο δάνειο) αγγλική chicle < ισπανική chicle < νάουατλ tziktli
 
Τσίχλα πάνω σε κλαδί.
 
Τσίχλα στο περιτύλιγμά της.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈt͡si.xla/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσίχλα θηλυκό

  1. (πτηνό) κοινή ονομασία για διάφορα είδη στρουθιόμορφων πουλιών του γένους Turdus
  2. (μεταφορικά) αδύνατη γυναίκα
  3. προϊόν που αποτελείται από κάποια φυσική ή τεχνητή ρητίνη, περιέχει γλυκαντικές και αρωματικές ουσίες και μπορεί να μασιέται για αρκετό χρονικό διάστημα

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία