πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσίχλα οι τσίχλες
      γενική της τσίχλας των τσιχλών
    αιτιατική την τσίχλα τις τσίχλες
     κλητική τσίχλα τσίχλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τσίχλα <
  1. αρχαία ελληνική κίχλη
  2. (άμεσο δάνειο) αγγλική chicle < ισπανική chicle < νάουατλ tziktli
Τσίχλα πάνω σε κλαδί.
Τσίχλα στο περιτύλιγμά της.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσίχλα θηλυκό

  1. (πτηνό) κοινή ονομασία για διάφορα είδη στρουθιόμορφων πουλιών του γένους Turdus
  2. (μεταφορικά) αδύνατη γυναίκα
  3. προϊόν που αποτελείται από κάποια φυσική ή τεχνητή ρητίνη, περιέχει γλυκαντικές και αρωματικές ουσίες και μπορεί να μασιέται για αρκετό χρονικό διάστημα

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία