turdus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- turdus < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
turdus αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turdus | turdī |
γενική | turdī | turdōrum |
δοτική | turdō | turdīs |
αιτιατική | turdum | turdōs |
κλητική | turde | turdī |
αφαιρετική | turdō | turdīs |