πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κίχλη αἱ κίχλαι
      γενική τῆς κίχλης τῶν κιχλῶν
      δοτική τῇ κίχλ ταῖς κίχλαις
    αιτιατική τὴν κίχλην τὰς κίχλᾱς
     κλητική ! κίχλη κίχλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κίχλ
γεν-δοτ τοῖν  κίχλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κίχλη θηλυκό (ῐ φύσει )

  1. (πτηνό) η τσίχλα
  2. (ιχθυολογία) γύλος
     δείτε  λατινικά: labrus (la)

Σημειώσεις

επεξεργασία