κίχλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κίχλη | οι | κίχλες |
γενική | της | κίχλης | των | κιχλών |
αιτιατική | την | κίχλη | τις | κίχλες |
κλητική | κίχλη | κίχλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κίχλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλίχλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίχλη θηλυκό
- (πτηνό) η τσίχλα
- (με κεφαλαίο) Κίχλη: ονομασία ποιητικής συλλογής του Γιώργου Σεφέρη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Τσίχλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κίχλη | αἱ | κίχλαι |
γενική | τῆς | κίχλης | τῶν | κιχλῶν |
δοτική | τῇ | κίχλῃ | ταῖς | κίχλαις |
αιτιατική | τὴν | κίχλην | τὰς | κίχλᾱς |
κλητική ὦ! | κίχλη | κίχλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κίχλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κίχλαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κίχλη < → λείπει η ετυμολογία (ίσως προελληνική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίχλη θηλυκό (ῐ φύσει )
Σημειώσεις
επεξεργασία- Ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη κίχλης: ἰξοβόρος, τριχάς και ἰλιάς
Πηγές
επεξεργασία- κίχλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κίχλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.