γύλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γύλος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γύλος αρσενικό
- μικρό, μακρύ ψάρι με καστανή ή πράσινη πλάτη και λευκή κοιλιά. Έχει μικρά μάτια και μυτερό ρύγχος. Σπάνια ζυγίζει πάνω από 150 γραμμάρια. Είναι ιδιαίτερα γευστικό και μπορεί να τηγανιστεί, ψηθεί στο γκριλ ή να γίνει ψαρόσουπα μαζί με άλλες ποικιλίες πετρόψαρων.