turdo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- turdo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turdo | turdoj |
αιτιατική | turdon | turdojn |
turdo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turdo | turdoj |
αιτιατική | turdon | turdojn |
turdo (eo)