τσιχλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιχλίτσα | οι | τσιχλίτσες |
γενική | της | τσιχλίτσας | — | |
αιτιατική | την | τσιχλίτσα | τις | τσιχλίτσες |
κλητική | τσιχλίτσα | τσιχλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιχλίτσα < τσίχλα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιχλίτσα θηλυκό
- μικρή τσίχλα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσίχλα
τσιχλίτσα
|