Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιχλόφουσκα οι τσιχλόφουσκες
      γενική της τσιχλόφουσκας των τσιχλόφουσκων
    αιτιατική την τσιχλόφουσκα τις τσιχλόφουσκες
     κλητική τσιχλόφουσκα τσιχλόφουσκες
Και δύσχρηστη γενική πληθυντικού τσιχλοφουσκών.
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιχλόφουσκα < τσίχλ(α) + -ό- + φούσκα
 
Ένα δοχείο με τσιχλόφουσκες.
 
Μια τσιχλόφουσκα που καλύπτει όλο το στόμα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιχλόφουσκα θηλυκό

  1. τσίχλα η οποία έχει τα κατάλληλα χαρακτηριστικά ώστε, όταν τη μασήσουμε, να μπορούμε να κάνουμε εύκολα φούσκες
  2. η φούσκα που κάνουμε με τσίχλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία