Δείτε επίσης: φοῦσκα, Φούσκα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούσκα οι φούσκες
      γενική της φούσκας των (φουσκών)
    αιτιατική τη φούσκα τις φούσκες
     κλητική φούσκα φούσκες
Η γενική πληθυντικού είναι μάλλον σπάνια και
μπορεί να θεωρηθεί αδόκιμη
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γυναίκα που κάνει φούσκα με μια τσίχλα (τσιχλόφουσκα)

Ετυμολογία

επεξεργασία
φούσκα < φοῦσκα < αρχαία ελληνική φύσκη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φούσκα θηλυκό

  1. ποσότητα αέρα που περικλείεται από ένα πολύ λεπτό μεμβρανώδες υλικό, κύστη, μπαλόνι, φουσκάλα
      Μασούσε τσίχλα κι έσκαγε φούσκες.
  2. οικονομικό μέγεθος (πχ η τιμή μιας μετοχής) που έχει διογκωθεί τεχνητά
  3. (οικείο) η ουροδόχος κύστη
      Πάει να σκάσει η φούσκα μου. (πρέπει επειγόντως να ουρήσω)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα -  δείτε και τη λέξη φοῦσκα