Ετυμολογία

επεξεργασία
παραφουσκώνω < παρα- + φουσκώνω

παραφουσκώνω, παθ.φωνή παραφουσκώνομαι, μτχ. παθ. παρακ. παραφουσκωμένος

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία