Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαπουνόφουσκα οι σαπουνόφουσκες
      γενική της σαπουνόφουσκας
    αιτιατική τη σαπουνόφουσκα τις σαπουνόφουσκες
     κλητική σαπουνόφουσκα σαπουνόφουσκες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια σαπουνόφουσκα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπουνόφουσκα < σαπούν(ι) + -ό- + φούσκα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.puˈno.fu.ska/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐που‐νό‐φου‐σκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαπουνόφουσκα θηλυκό

  1. η φούσκα από σαπουνάδα
  2. (μεταφορικά) η ανυπόστατη φήμηκατάσταση), που δεν εδράζεται στην πραγματικότητα
     συνώνυμα: αερολογία, κενολογία, μεγαλοστομία

  Μεταφράσεις επεξεργασία