σαπουνόφουσκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.puˈno.fu.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐που‐νό‐φου‐σκα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαπουνόφουσκα θηλυκό
- η φούσκα από σαπουνάδα
- (μεταφορικά) η ανυπόστατη φήμη (ή κατάσταση), που δεν εδράζεται στην πραγματικότητα