κενολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κενολογία < ελληνιστική κοινή κενολογία < αρχαία ελληνική κενός + λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κενολογία θηλυκό
- συζήτηση χωρίς ουσιαστικό και συγκεκριμένο περιεχόμενο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κενολογία