Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλοστομία οι μεγαλοστομίες
      γενική της μεγαλοστομίας των μεγαλοστομιών
    αιτιατική τη μεγαλοστομία τις μεγαλοστομίες
     κλητική μεγαλοστομία μεγαλοστομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλοστομία < μεγαλόστομος + -ία < αρχαία ελληνική μεγαλόστομος < μέγας + στόμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bigmouthed)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ɣa.lo.stoˈmi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαλοστομία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία