εδράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈðɾa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐δρά‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαεδράζομαι, πρτ.: εδραζόμουν, (ενεργ.: εδράζω) (ελλειπτικό ρήμα) , ή χωρίς ενεργητική φωνή ή και ενεργητικό: εδράζω
- παθητική φωνή του ρήματος εδράζω
- βρίσκομαι πάνω σε κάτι ή/και στηρίζομαι σ’ αυτό
- (μεταφορικά) βασίζομαι σε κάτι, στηρίζομαι πάνω σ’ αυτό
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε εδράζω
Πηγές
επεξεργασία- → δείτε εδράζω