Δείτε επίσης: ἑδράζομαι

εδράζομαι, πρτ.: εδραζόμουν, (ενεργ.: εδράζω) (ελλειπτικό ρήμα) , ή χωρίς ενεργητική φωνή ή και ενεργητικό: εδράζω