Δείτε επίσης: ἑδράζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εδράζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑδράζω < αρχαία ελληνική ἕδρα (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sed-)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈðɾa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐δρά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

εδράζω, πρτ.: έδραζα, παθ.φωνή: εδράζομαι, π.πρτ.: εδραζόμουν (ελλειπτικό ρήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη έδρα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. εδράζει, εδράζεταιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: εδράζω
  3. ἑδράζω -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  4. εδράζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  5. εδράζομαι - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).