ἕδρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἕδρᾱ | αἱ | ἕδραι |
γενική | τῆς | ἕδρᾱς | τῶν | ἑδρῶν |
δοτική | τῇ | ἕδρᾳ | ταῖς | ἕδραις |
αιτιατική | τὴν | ἕδρᾱν | τὰς | ἕδρᾱς |
κλητική ὦ! | ἕδρᾱ | ἕδραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἕδρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἕδραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἕδρα < ἔδ(ος) + -ρα < ἕζομαι [1] < πρωτοελληνική *heďďomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séd-ye- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sed-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἕδρα, -ας θηλυκό
- μέρος που κάποιος κάθεται, κάθισμα, καρέκλα
- θρόνος
- ενδιαίτημα, κατοικία θεών, ναός, ιερό
- θεμέλιο, βάση, κρηπίδα
- έδρανο, εδώλιο
- κατάλληλη θέση
- συνεδρία, συνεδρίαση
- απραξία, αδράνεια
- τα οπίσθια, πρωκτός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ἑδρ-
ἑδρ-
και
→ και δείτε τη λέξη ἕζομαι
- Λέξεις ἑδρ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἕδρα σελ. 374 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ἕδρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕδρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.