Δείτε επίσης: έδρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἕδρ αἱ ἕδραι
      γενική τῆς ἕδρᾱς τῶν ἑδρῶν
      δοτική τῇ ἕδρ ταῖς ἕδραις
    αιτιατική τὴν ἕδρᾱν τὰς ἕδρᾱς
     κλητική ! ἕδρ ἕδραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἕδρ
γεν-δοτ τοῖν  ἕδραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἕδρα < ἔδ(ος) + -ρα < ἕζομαι [1] < πρωτοελληνική *heďďomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séd-ye- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sed-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἕδρα, -ας θηλυκό

  1. μέρος που κάποιος κάθεται, κάθισμα, καρέκλα
  2. θρόνος
  3. ενδιαίτημα, κατοικία θεών, ναός, ιερό
  4. θεμέλιο, βάση, κρηπίδα
  5. έδρανο, εδώλιο
  6. κατάλληλη θέση
  7. συνεδρία, συνεδρίαση
  8. απραξία, αδράνεια
  9. τα οπίσθια, πρωκτός
     συνώνυμα: πυγή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
ἑδρ- 

και

→ και δείτε τη λέξη ἕζομαι

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἕδρα σελ. 374 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.