ἕδρα
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἕδρᾱ | αἱ | ἕδραι |
γενική | τῆς | ἕδρᾱς | τῶν | ἑδρῶν |
δοτική | τῇ | ἕδρᾳ | ταῖς | ἕδραις |
αιτιατική | τὴν | ἕδρᾱν | τὰς | ἕδρᾱς |
κλητική ὦ! | ἕδρᾱ | ἕδραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἕδρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἕδραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἕδρα < ἔδος / ἕζομαι < πρωτοελληνική *heďďomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séd-ye- < *sed-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἕδρα θηλυκό (& ιωνικό ἕδρη)
- μέρος που κάποιος κάθεται, κάθισμα, καρέκλα
- θρόνος
- ενδιαίτημα, κατοικία θεών, ναός, ιερό
- θεμέλιο, βάση, κρηπίδα
- έδρανο, εδώλιο
- κατάλληλη θέση
- συνεδρία, συνεδρίαση
- απραξία, αδράνεια
- τα οπίσθια, πρωκτός