συνεδρίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνεδρίαση | οι | συνεδριάσεις |
γενική | της | συνεδρίασης* | των | συνεδριάσεων |
αιτιατική | τη | συνεδρίαση | τις | συνεδριάσεις |
κλητική | συνεδρίαση | συνεδριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνεδριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνεδρίαση < μεσαιωνική ελληνική συνεδρίασις < συνεδριάζομαι < ελληνιστική κοινή συνεδριάζω < αρχαία ελληνική σύνεδρος < σύν + ἕδρα ( (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Sitzung)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.neˈðɾi.a.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεδρίαση θηλυκό
- συγκέντρωση επίσημου χαρακτήρα ατόμων-μελών μιας συγκροτημένης ή άτυπης ομάδας, κατά την οποία συζητιούνται θέματα που τους αφορούν και λαμβάνονται αποφάσεις
- (ιατρική) συνεδρία
Εκφράσεις
επεξεργασία- άρχεται η συνεδρίαση: για την επίσημη έναρξη μιας συνεδρίασης ή διαδικασίας
- ≠ αντώνυμα: λύεται η συνεδρίαση