session
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
session | sessions |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- session < παλαιά γαλλική session
Ουσιαστικό
επεξεργασία
session (en)
Υπώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
session στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- session < παλαιά γαλλική session
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
session | sessions |
session (fr) θηλυκό
- η διάρκεια μιας συνεδρίασης, μιας συνόδου, ενός έργου, κλπ