συνεδρία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνεδρία | οι | συνεδρίες |
γενική | της | συνεδρίας | των | συνεδριών |
αιτιατική | τη | συνεδρία | τις | συνεδρίες |
κλητική | συνεδρία | συνεδρίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνεδρία < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνεδρία θηλυκό
- (πληροφορική) session: η ακολουθία των διεργασιών που εκτελούνται μεταξύ προγράμματος πελάτη (client) και διακομιστή (server) ή χρήστη (user) και συστήματος, στη διάρκεια από την έναρξη έως την λήξη αυτής της αλληλεπίδρασης