Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σύνεδρος οι σύνεδροι
      γενική του/της
του
συνέδρου
σύνεδρου
των συνέδρων
    αιτιατική τον/τη σύνεδρο τους/τις
τους
συνέδρους
σύνεδρους
     κλητική σύνεδρε σύνεδροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύνεδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνεδρος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.ne.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐νε‐δρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύνεδρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. μέλος συνεδρίου
  2. τακτικός δικαστής ο οποίος είναι μέλος κακουργιοδικείου ή πλημμελιοδικείου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σύνεδρος τὸ σύνεδρον
      γενική τοῦ/τῆς συνέδρου τοῦ συνέδρου
      δοτική τῷ/τῇ συνέδρ τῷ συνέδρ
    αιτιατική τὸν/τὴν σύνεδρον τὸ σύνεδρον
     κλητική ! σύνεδρε σύνεδρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σύνεδροι τὰ σύνεδρ
      γενική τῶν συνέδρων τῶν συνέδρων
      δοτική τοῖς/ταῖς συνέδροις τοῖς συνέδροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς συνέδρους τὰ σύνεδρ
     κλητική ! σύνεδροι σύνεδρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συνέδρω τὼ συνέδρω
      γεν-δοτ τοῖν συνέδροιν τοῖν συνέδροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύνεδρος < συν- + ἕδρ(α) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

σύνεδρος, -ος, -ον

  1. πρόσωπο που συμμετέχει σε συμβούλιο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πρόσωπο που συμμετέχει μαζί με άλλους σε συνεδρίαση

  Πηγές επεξεργασία