σύνεδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σύνεδρος | οι | σύνεδροι |
γενική | του/της του |
συνέδρου σύνεδρου |
των | συνέδρων |
αιτιατική | τον/τη | σύνεδρο | τους/τις τους |
συνέδρους σύνεδρους |
κλητική | σύνεδρε | σύνεδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύνεδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνεδρος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsi.ne.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐νε‐δρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύνεδρος αρσενικό ή θηλυκό
- μέλος συνεδρίου
- τακτικός δικαστής ο οποίος είναι μέλος κακουργιοδικείου ή πλημμελιοδικείου
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύνεδρος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σύνεδρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σύνεδρος, -ος, -ον
- πρόσωπο που συμμετέχει σε συμβούλιο
- (ουσιαστικοποιημένο) πρόσωπο που συμμετέχει μαζί με άλλους σε συνεδρίαση
Πηγές επεξεργασία
- σύνεδρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύνεδρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.