συνεδριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεδριάζω < ελληνιστική κοινή συνεδριάζω < συνέδριον < σύν + ἕδρα
Ρήμα
επεξεργασίασυνεδριάζω
- μετέχω σε συγκέντρωση επίσημου χαρακτήρα ατόμων–μελών μιας συγκροτημένης ή άτυπης ομάδας, κατά την οποία συζητιούνται θέματα που τους αφορούν και λαμβάνονται αποφάσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνεδριάζω | συνεδρίαζα | θα συνεδριάζω | να συνεδριάζω | συνεδριάζοντας | |
β' ενικ. | συνεδριάζεις | συνεδρίαζες | θα συνεδριάζεις | να συνεδριάζεις | συνεδρίαζε | |
γ' ενικ. | συνεδριάζει | συνεδρίαζε | θα συνεδριάζει | να συνεδριάζει | ||
α' πληθ. | συνεδριάζουμε | συνεδριάζαμε | θα συνεδριάζουμε | να συνεδριάζουμε | ||
β' πληθ. | συνεδριάζετε | συνεδριάζατε | θα συνεδριάζετε | να συνεδριάζετε | συνεδριάζετε | |
γ' πληθ. | συνεδριάζουν(ε) | συνεδρίαζαν συνεδριάζαν(ε) |
θα συνεδριάζουν(ε) | να συνεδριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνεδρίασα | θα συνεδριάσω | να συνεδριάσω | συνεδριάσει | ||
β' ενικ. | συνεδρίασες | θα συνεδριάσεις | να συνεδριάσεις | συνεδρίασε | ||
γ' ενικ. | συνεδρίασε | θα συνεδριάσει | να συνεδριάσει | |||
α' πληθ. | συνεδριάσαμε | θα συνεδριάσουμε | να συνεδριάσουμε | |||
β' πληθ. | συνεδριάσατε | θα συνεδριάσετε | να συνεδριάσετε | συνεδριάστε | ||
γ' πληθ. | συνεδρίασαν συνεδριάσαν(ε) |
θα συνεδριάσουν(ε) | να συνεδριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνεδριάσει | είχα συνεδριάσει | θα έχω συνεδριάσει | να έχω συνεδριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνεδριάσει | είχες συνεδριάσει | θα έχεις συνεδριάσει | να έχεις συνεδριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνεδριάσει | είχε συνεδριάσει | θα έχει συνεδριάσει | να έχει συνεδριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνεδριάσει | είχαμε συνεδριάσει | θα έχουμε συνεδριάσει | να έχουμε συνεδριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνεδριάσει | είχατε συνεδριάσει | θα έχετε συνεδριάσει | να έχετε συνεδριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνεδριάσει | είχαν συνεδριάσει | θα έχουν συνεδριάσει | να έχουν συνεδριάσει |
|