Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεδριάζω < ελληνιστική κοινή συνεδριάζω < συνέδριον < σύν + ἕδρα

συνεδριάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία