συνέδριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | συνέδριον | τὰ | συνέδριᾰ |
γενική | τοῦ | συνεδρίου | τῶν | συνεδρίων |
δοτική | τῷ | συνεδρίῳ | τοῖς | συνεδρίοις |
αιτιατική | τὸ | συνέδριον | τὰ | συνέδριᾰ |
κλητική ὦ! | συνέδριον | συνέδριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνεδρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνεδρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνέδριον < σύνεδρ(ος) + -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συνέδριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνέδριον ουδέτερο
- (πολιτική) σώμα το οποίο αποτελείται από άνδρες που έχει συγκληθεί σε συνεδρίαση
- ο χώρος διεξαγωγής των συνεδριάσεων
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σύν και ἕδρα
Πηγές
επεξεργασία- συνέδριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνέδριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.