καρέκλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρέκλα | οι | καρέκλες |
γενική | της | καρέκλας | των | καρεκλών |
αιτιατική | την | καρέκλα | τις | καρέκλες |
κλητική | καρέκλα | καρέκλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρέκλα < (άμεσο δάνειο) βενετική charegla < cadegla < *cadegra < λατινική cathedra < αρχαία ελληνική καθέδρα (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈɾe.kla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρέ‐κλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρέκλα θηλυκό
- κάθισμα για ένα άτομο με τέσσερα πόδια και πλάτη
- (μεταφορικά) αξίωμα, εξουσία
- κάνει τα πάντα για την καρέκλα
- (παρωχημένο) (αργκό) τραγούδι της ντίσκο
- ο Γιάννης ακούει μόνο καρέκλες
- ≋ ταυτόσημα: καρεκλάδικο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ρίχνει καρέκλες : βρέχει πάρα πολύ
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρέκλα
|