Δείτε επίσης: Καρεκλάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρεκλάς οι καρεκλάδες
      γενική του καρεκλά των καρεκλάδων
    αιτιατική τον καρεκλά τους καρεκλάδες
     κλητική καρεκλά καρεκλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
καρεκλάς την ώρα της δουλειάς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρεκλάς < καρέκλ(α) + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ɾeˈklas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρε‐κλάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρεκλάς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει καρέκλες και άλλα καθίσματα
  2. (αργκό, μουσική) που του αρέσει η μουσική ντίσκο (οι «καρέκλες», τα καρεκλάδικα τραγούδια) (στο θηλυκό: καρεκλού)
    → δείτε και τις λέξεις ροκάς και σκυλάς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία