Καρεκλάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καρεκλάς < καρεκλάς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾeˈklas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρε‐κλάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρεκλάς αρσενικό (θηλυκό Καρεκλά)
Δείτε επίσης : καρεκλάς, Καρελλάς |
Καρεκλάς αρσενικό (θηλυκό Καρεκλά)