↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκυλάς οι σκυλάδες
      γενική του σκυλά των σκυλάδων
    αιτιατική τον σκυλά τους σκυλάδες
     κλητική σκυλά σκυλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυλάς < σκύλ(ος) + -άς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκυλάς αρσενικό (θηλυκό: σκυλού)

  1. (οικείο) άτομο που έχει σκυλί
  2. (μειωτικό) αυτός που ακούει σκυλάδικα τραγούδια (θηλυκό σκυλού)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία