seĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | seĝo | seĝoj |
αιτιατική | seĝon | seĝojn |
seĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | seĝo | seĝoj |
αιτιατική | seĝon | seĝojn |
seĝo (eo)