chair
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chair | chairs |
chair (en)
- (έπιπλο) η καρέκλα, η τσαέρα
- ⮡ He pushed back his chair.
- Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του.
- ⮡ He pushed back his chair.
- ο προεδρεύων, το πρόσωπο που έχει τη θέση να είναι υπεύθυνος συνεδρίασης ή επιτροπής
- ⮡ the chair of the UN Security Council - ο προεδρεύων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη chairperson
- η έδρα, η θέση του υπεύθυνου τμήματος σε πανεπιστήμιο
- ⮡ the Physics Chair - η έδρα της Φυσικής
- ⮡ He offered his candidacy for one of the vacant chairs at the Academy.
- Έβαλε υποψηφιότητα για μια από τις κενές έδρες της Ακαδημίας.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | chair |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chairs |
αόριστος | chaired |
παθητική μετοχή | chaired |
ενεργητική μετοχή | chairing |
chair (en)
- προεδρεύω
- ⮡ I am chairing the meeting.
- Προεδρεύω τη συνέλευση.
- ⮡ I am chairing the meeting.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαchair (fr)
- η σάρκα