Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃɛə(ɹ)/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chair chairs

chair (en)

  1. (έπιπλο) η καρέκλα, η τσαέρα
    ⮡  He pushed back his chair.
    Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του.
  2. ο προεδρεύων, το πρόσωπο που έχει τη θέση να είναι υπεύθυνος συνεδρίασης ή επιτροπής
    ⮡  the chair of the UN Security Council - ο προεδρεύων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη chairperson
  3. η έδρα, η θέση του υπεύθυνου τμήματος σε πανεπιστήμιο
    ⮡  the Physics Chair - η έδρα της Φυσικής
    ⮡  He offered his candidacy for one of the vacant chairs at the Academy.
    Έβαλε υποψηφιότητα για μια από τις κενές έδρες της Ακαδημίας.
ενεστώτας chair
γ΄ ενικό ενεστώτα chairs
αόριστος chaired
παθητική μετοχή chaired
ενεργητική μετοχή chairing

chair (en)

  • προεδρεύω
    ⮡  I am chairing the meeting.
    Προεδρεύω τη συνέλευση.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chair (fr)