Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρεκλοπόδαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Εκφράσεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καρεκλοπόδαρ
ο
τα
καρεκλοπόδαρ
α
γενική
του
καρεκλοπόδαρ
ου
των
καρεκλοπόδαρ
ων
αιτιατική
το
καρεκλοπόδαρ
ο
τα
καρεκλοπόδαρ
α
κλητική
καρεκλοπόδαρ
ο
καρεκλοπόδαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρεκλοπόδαρο
<
καρέκλα
+
ποδάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρεκλοπόδαρο
ουδέτερο
το
πόδι
μιας
καρέκλας
Εκφράσεις
επεξεργασία
βρέχει καρεκλοπόδαρα
ή
ρίχνει καρεκλοπόδαρα
- βρέχει
καταρρακτωδώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
το πόδι της καρέκλας
γαλλικά
:
chaise
(fr)
βρέχει καρεκλοπόδαρα
γαλλικά
:
corde
(fr)