↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρεκλοπόδαρο τα καρεκλοπόδαρα
      γενική του καρεκλοπόδαρου των καρεκλοπόδαρων
    αιτιατική το καρεκλοπόδαρο τα καρεκλοπόδαρα
     κλητική καρεκλοπόδαρο καρεκλοπόδαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρεκλοπόδαρο < καρέκλα + ποδάρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρεκλοπόδαρο ουδέτερο


Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία