Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
corde cordes

corde (fr) θηλυκό

  1. το σκοινί, το σχοινί
  2. η χορδή

Εκφράσεις

επεξεργασία



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

corde (la) ουδέτερο