χορδή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χορδή | οι | χορδές |
γενική | της | χορδής | των | χορδών |
αιτιατική | τη | χορδή | τις | χορδές |
κλητική | χορδή | χορδές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χορδή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χορδή
- για σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική corde < λατινική corda < αρχαία ελληνική χορδή [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορδή θηλυκό
- σώμα με μορφή νήματος, από έντερο ή τένοντα ζώου ή μέταλλο, που τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και, όταν πάλλεται, παράγει ήχο: οι χορδές της κιθάρας
- η νευρά τόξου, δηλαδή το ελαστικό μέρος ενός όπλου με το οποίο εκτοξεύονται βέλη ή πέτρες (στη σφενδόνη) και που κατασκευαζόταν από έντερο ή νεύρο -τένοντα ζώου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χορδή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χορδή | αἱ | χορδαί |
γενική | τῆς | χορδῆς | τῶν | χορδῶν |
δοτική | τῇ | χορδῇ | ταῖς | χορδαῖς |
αιτιατική | τὴν | χορδήν | τὰς | χορδᾱ́ς |
κλητική ὦ! | χορδή | χορδαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χορδᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χορδαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχορδή < ... → λείπει η ετυμολογία
- Η εναλλακτική υπόθεση πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (ποθώ, λαχταρώ), δεν εξηγεί το οδοντικό σύμφωνο δ. [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορδή θηλυκό
- το έντερο
- η χορδή μουσικού οργάνου (η οποία συχνά ήταν ειδικά επεξεργασμένο τμήμα του εντέρου ενός ζώου)
- το λουκάνικο
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- χορδή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χορδή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.