corda
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
corda | corde |
corda (it)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαcorda (la)
ενικός | πληθυντικός |
corda | corde |
corda (it)
corda (la)