ενικός         πληθυντικός  
cor cors

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cor (fr) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
cor < πρωτοϊταλική *kord < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱḗr- / *ḱr̥d-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cor (la) ουδέτερο

  1. καρδιά
  2. ψυχή
  3. θυμός, θυμικό
  4. νους, διάνοια
  5. (συνεκδοχικά) άνθρωπος

Συνώνυμα

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cor cordă
γενική cordis cordum
δοτική cordī cordĭbus
αιτιατική cor cordă
κλητική cor cordă
αφαιρετική corde cordĭbus
(γ' κλίση)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
cor cores

cor (pt) αρσενικό

  1. το χρώμα
  2. η καρδιά
  3. το θάρρος, το κουράγιο

Εκφράσεις

επεξεργασία