Ουσιαστικό

επεξεργασία

anima (it)



Ετυμολογία

επεξεργασία
anima < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (φυσάω, πνέω) (συγγενές με την αρχαία ελληνική ἄνεμος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία