άνεμος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άνεμος | οι | άνεμοι |
γενική | του | ανέμου & άνεμου |
των | ανέμων |
αιτιατική | τον | άνεμο | τους | ανέμους |
κλητική | άνεμε | άνεμοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άνεμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄνεμος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ne.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νε‐μος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άνεμος αρσενικό
- κίνηση του ατμοσφαιρικού αέρα. Χαρακτηρίζεται από κάποια δύναμη και κάποια κατεύθυνση
- ↪ Ο απηλιώτης (λεβάντες) είναι ανατολικός άνεμος, ενώ ο ζέφυρος (πουνέντες) δυτικός.
- (μεταφορικά) μία κίνηση, ένα ρεύμα από κάτι (συνήθως με ανανεωτικό χαρακτήρα)
- ↪ Πνέει άνεμος αλλαγής στην πολιτική.
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες : όποιος προκαλεί αναταραχές, υφίσταται χειρότερες συνέπειες.
- όπου φυσάει ο άνεμος: όφα, χαρακτηρισμός ατόμου καιροσκόπου, που αλλάζει στάση, απόψεις και θέσεις ανάλογα με τα συμφέροντα ή με την επικρατέστερη άποψη
- άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει : μη σε ανησυχεί ό,τι δεν μπορεί να σε βλάψει.
- λόγια του ανέμου, έκαμε τον άνεμο κουβάρι: ασχολία άσκοπη, χωρίς αποτέλεσμα.
- πάει στον άνεμο και στην κακή του ώρα : ευφημ., αντί της λέξης «διάβολος».
Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
ανεμ-
ανεμ-
- βοριανέμι
- αλεξιανέμιο
- ανάνεμα (επίρρημα)
- ανάνεμος
- ανέμη
- ανέμι
- ανεμιά
- ανεμιαίος
- ανεμίδα
- ανεμίδι
- ανεμίδια
- ανεμίζω, ανεμίζομαι
- ανεμική
- ανεμικό
- ανεμικός
- ανέμισμα
- ανεμισμένος
- ανεμιστηράκι
- ανεμιστήρας
- ανεμιστήρι
- ανεμιστός
- ανεμοδούρα
- ανεμούρα
- ανεμούρι
- ανεμούριο
- ανεμώδης, ανεμώδες
- αντιανεμικό
- απάνεμα (επίρρημα)
- απανέμι
- απανεμιάζω
- απανεμίδι
- απανεμίζω
- απάνεμος
- απανεμίδια
- δροσάνεμο
- εξανεμίζω
- εξανέμιση
- εξανεμισμός
- ευάνεμος
- ξανέμι
- ξανεμίδι
- ξανεμίζω
- ξανέμισμα
- ξανεμιστά (επίρρημα)
- ξανεμίζω, ξανεμίζομαι
- προσάνεμος
- ρουφουλανέμης
- σιγανεμιά
- σιγανεμίζω
- φτερανεμίζομαι
- ψυχανεμίζω, ψυχανεμίζομαι
- ψυχανέμισμα
Δε σχετίζεται ετυμολογικά η ανεμώνα/ανεμώνη
όπως ενδεικτικά
- ανεμογεννήτρια
- ανεμογκάστρι
- ανεμογράφος
- ανεμόδαρτος
- ανεμοδαρμένος
- ανεμοδείκτης
- ανεμοδείχτης
- ανεμοδέρνω
- ανεμοδουλειά
- ανεμοδούρα
- ανεμοδούρι
- ανεμοδόχος
- ανεμόδρομος
- ανεμοζάλη
- ανεμοθύελλα
- ανεμοκάμηλο
- ανεμοκαύκαλος
- ανεμόκουνια
- ανεμοκυκλοπόδης
- ανεμολόγιο
- ανεμολόγος
- ανεμολογώ
- ανεμομάζεμα
- ανεμομάζωμα
- ανεμομείκτης
- ανεμόμετρο
- ανεμομίκτης
- ανεμομιλιά
- ανεμομιλώ
- ανεμόμυλος
- ανεμοπλάνο
- ανεμόπληκτος
- ανεμοπόδαρος
- ανεμοπορία
- ανεμόπτερο
- ανεμοπύρωμα
- ανεμορούφουλας
- ανεμοσάλεμα
- ανεμόσαρκος
- ανεμόσκαλα
- ανεμοστάτης
- ανεμοστρόβιλος
- ανεμόσυρμα
- ανεμοσυρμή
- ανεμοταραχή
- ανεμοτάραχτος
- ανεμότρατα
- ανεμόφαντος
- ανεμοφράκτης
- ανεμοχάφτης
- ανεμόχολο
- απάνεμος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
-
άνεμος στη Βικιπαίδεια
- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άνεμος
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «άνεμος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- «άνεμος» - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας