ανεμόσαρκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.neˈmo.saɾ.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μό‐σαρ‐κος
Επίθετο επεξεργασία
ανεμόσαρκος -η -ο
- ισχνός, κοκκαλιάρης
- ανεμόσαρκα χείλη
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμόσαρκος
→ δείτε τη λέξη αδύνατος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανεμόσαρκος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας