άσαρκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσαρκος | η | άσαρκη | το | άσαρκο |
γενική | του | άσαρκου | της | άσαρκης | του | άσαρκου |
αιτιατική | τον | άσαρκο | την | άσαρκη | το | άσαρκο |
κλητική | άσαρκε | άσαρκη | άσαρκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσαρκοι | οι | άσαρκες | τα | άσαρκα |
γενική | των | άσαρκων | των | άσαρκων | των | άσαρκων |
αιτιατική | τους | άσαρκους | τις | άσαρκες | τα | άσαρκα |
κλητική | άσαρκοι | άσαρκες | άσαρκα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαάσαρκος, -η, -ο
- αυτός που δεν έχει αρκετή σάρκα, ο κοκαλιάρης, ο λιπόσαρκος
- αφού ο ναυαγός δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα στο νησί, έμεινε άσαρκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία άσαρκος
|