λιπόσαρκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιπόσαρκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιπόσαρκος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liˈpo.saɾ.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πό‐σαρ‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαλιπόσαρκος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λιπόσαρκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλιπόσαρκος, -ος, -ον
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λιπόσαρκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.