↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιπόσαρκος η λιπόσαρκη το λιπόσαρκο
      γενική του λιπόσαρκου της λιπόσαρκης του λιπόσαρκου
    αιτιατική τον λιπόσαρκο τη λιπόσαρκη το λιπόσαρκο
     κλητική λιπόσαρκε λιπόσαρκη λιπόσαρκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιπόσαρκοι οι λιπόσαρκες τα λιπόσαρκα
      γενική των λιπόσαρκων των λιπόσαρκων των λιπόσαρκων
    αιτιατική τους λιπόσαρκους τις λιπόσαρκες τα λιπόσαρκα
     κλητική λιπόσαρκοι λιπόσαρκες λιπόσαρκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιπόσαρκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιπόσαρκος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈpo.saɾ.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐πό‐σαρ‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

λιπόσαρκος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λιπόσαρκος τὸ λιπόσαρκον
      γενική τοῦ/τῆς λιποσάρκου τοῦ λιποσάρκου
      δοτική τῷ/τῇ λιποσάρκ τῷ λιποσάρκ
    αιτιατική τὸν/τὴν λιπόσαρκον τὸ λιπόσαρκον
     κλητική ! λιπόσαρκε λιπόσαρκον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λιπόσαρκοι τὰ λιπόσαρκ
      γενική τῶν λιποσάρκων τῶν λιποσάρκων
      δοτική τοῖς/ταῖς λιποσάρκοις τοῖς λιποσάρκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λιποσάρκους τὰ λιπόσαρκ
     κλητική ! λιπόσαρκοι λιπόσαρκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λιποσάρκω τὼ λιποσάρκω
      γεν-δοτ τοῖν λιποσάρκοιν τοῖν λιποσάρκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιπόσαρκος < λιπο- (θέμα του ρήματος λείπω + σάρξ σαρκ- + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

λιπόσαρκος, -ος, -ον

Άλλες γραφές

επεξεργασία