λιπόσαρκων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλιπόσαρκων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του λιπόσαρκος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του λιπόσαρκος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λιπόσαρκος
λιπόσαρκων