πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρέας τα κρέατα
      γενική του κρέατος των κρεάτων
    αιτιατική το κρέας τα κρέατα
     κλητική κρέας κρέατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρέας ουδέτερο

  1. η σάρκα ζώων ή ανθρώπων
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς ενσυναίσθηση ή συναίσθημα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός     πληθυντικός  
κρεασ- (κρεασ-ος > κρεα-ος > κρέως - μεταγενέστερο: κρεατ-)
ελληνιστικοί τύποι ελληνιστικοί τύποι
ονομαστική τὸ κρέᾰς τὰ κρέ κρέᾰτ
      γενική τοῦ κρέως κρέᾰτος τῶν κρεῶν κρεάτων
      δοτική τῷ κρέ κρέᾰτ τοῖς κρέᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κρέᾰς τὰ κρέ κρέᾰτ
     κλητική ! κρέᾰς κρέ κρέᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρέ
γεν-δοτ τοῖν  κρεοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία