κρέας
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρέας | τα | κρέατα |
γενική | του | κρέατος | των | κρεάτων |
αιτιατική | το | κρέας | τα | κρέατα |
κλητική | κρέας | κρέατα | ||
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρέας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρέας < πρωτοελληνική *kréwas < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kréwh₂s
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κρέας ουδέτερο
- η σάρκα ζώων ή ανθρώπων
- τα ψωμάκια/περιττό λίπος κάποιου
- (μεταφορικά), (χυδαίο) το πέος
- (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς ενσυναίσθηση ή συναίσθημα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κάνω τα μούτρα κρέας
- είναι/είσαι ένα κρέας
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κρέας
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ελληνιστικοί τύποι | ελληνιστικοί τύποι | |||||||
ονομαστική | τὸ | κρέᾰς | τὰ | κρέᾱ | κρέᾰτᾰ | |||
γενική | τοῦ | κρέως | κρέᾰτος | τῶν | κρεῶν | κρεάτων | ||
δοτική | τῷ | κρέᾳ | κρέᾰτῐ | τοῖς | κρέᾰσῐ(ν) | |||
αιτιατική | τὸ | κρέᾰς | τὰ | κρέᾱ | κρέᾰτᾰ | |||
κλητική ὦ! | κρέᾰς | κρέᾱ | κρέᾰτᾰ | |||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρέᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κρεοῖν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρέας < πρωτοελληνική *kréwas < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kréwh₂s
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κρέας ουδέτερο
- σάρκα, κομμάτι σάρκας
- κρέας όπως στα νέα ελληνικά
- μαγειρεμένο κρέας, φαγητό
- πτώμα
- σώμα
- (συνεκδοχικά) άνθρωπος
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- κρέας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρέας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.