κρεατής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρεατής | η | κρεατιά | το | κρεατί |
γενική | του | κρεατή & κρεατιού |
της | κρεατιάς | του | κρεατιού (κρεατί) |
αιτιατική | τον | κρεατή | την | κρεατιά | το | κρεατί |
κλητική | κρεατή | κρεατιά | κρεατί | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρεατιοί | οι | κρεατιές | τα | κρεατιά |
γενική | των | κρεατιών | των | κρεατιών | των | κρεατιών |
αιτιατική | τους | κρεατιούς | τις | κρεατιές | τα | κρεατιά |
κλητική | κρεατιοί | κρεατιές | κρεατιά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. | ||||||
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρεατής < κρέας, κρεατ- + -ής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾe.aˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐α‐τής
Επίθετο
επεξεργασίακρεατής, -ιά, -ί
- που έχει κρεατί χρώμα, το χρώμα του κρέατος
- που έχει το χρώμα του δέρματος
- (ουσιαστικοποιημένο) κρεατί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κρέας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρεατής
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)