κρέατα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακρέατα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κρέας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακρέατα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κρέας
- άλλες μορφές: κρέα (αρχαιότερος τύπος)