Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
carne carni

carne (it) θηλυκό

  1. η σάρκα
  2. (γαστρονομία) το κρέας



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
carne carnes

carne (pt) θηλυκό

  1. το κρέας

Συγγενικά

επεξεργασία