Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /flaɪ̯ʃ/
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Fleisch (de) (χωρίς πληθυντικό) ουδέτερο

  1. κρέας
  2. σάρκα


  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Fleisch αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Fleisch < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Fleisch αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]