Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεατί < κρέας κρεατ- +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεατί ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κρέας

  Μεταφράσεις επεξεργασία