ενσυναίσθηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενσυναίσθηση < εν- + συναίσθηση ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Einfühlung)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενσυναίσθηση θηλυκό
- (νεολογισμός) (ψυχολογία) η ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου και η κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του
- ※ Με ενσυναίσθηση, οι περισσότεροι πολίτες έχουν αυτοπεριοριστεί, σηκώνοντας ο καθένας τα δικά του «κορονοϊκά» τείχη, για να προστατεύει τον εαυτό του, τους οικείους του, τις ευπαθείς ομάδες, τους συμπολίτες του. Μένοντας στο σπίτι, έχουμε ξεχάσει αυτούς που δεν έχουν σπίτι. Από το «κάδρο προστασίας» απουσιάζουν οι άστεγοι, οι τοξικομανείς, οι φυλακισμένοι, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. (Εφημερίδα των Συντακτών, 23.3.2020)
- ※ μια γροθιά στο στομάχι ώστε να καταλάβουμε ότι πρέπει να συνυπάρχουμε με ζώα που έχουν την ίδια ενσυναίσθηση μ' εμάς[1]
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
- ↑ Καστοριά: Δύο αρκουδάκια βρέθηκαν θαμμένα σε αγρόκτημα, όλα δείχνουν ότι τα έθαψε η μαμά-αρκούδα. Δημοσίευση 2020-05-17. Προσπέλαση 2020-05-17.