↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενσυναίσθηση οι ενσυναισθήσεις
      γενική της ενσυναίσθησης* των ενσυναισθήσεων
    αιτιατική την ενσυναίσθηση τις ενσυναισθήσεις
     κλητική ενσυναίσθηση ενσυναισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενσυναισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενσυναίσθηση < εν- + συναίσθηση ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Einfühlung)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενσυναίσθηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία