κορονοϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορονοϊκός < κορονο(ϊός) + -ικός με περικοπή του *κορονοϊικός (Χρειάζεται έλεγχο)
Επίθετο
επεξεργασίακορονοϊκός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με κορονοϊό και την ασθένεια που αυτός συνεπάγεται ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Με ενσυναίσθηση, οι περισσότεροι πολίτες έχουν αυτοπεριοριστεί, σηκώνοντας ο καθένας τα δικά του «κορονοϊκά» τείχη, για να προστατεύει τον εαυτό του, τους οικείους του, τις ευπαθείς ομάδες, τους συμπολίτες του. Μένοντας στο σπίτι, έχουμε ξεχάσει αυτούς που δεν έχουν σπίτι. Από το «κάδρο προστασίας» απουσιάζουν οι άστεγοι, οι τοξικομανείς, οι φυλακισμένοι, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. (Εφημερίδα των Συντακτών, 23.3.2020)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κορονοϊκός