αυτοπεριορίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοπεριορίζομαι < αυτο- + περιορίζομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fto.pe.ɾi.oˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐πε‐ρι‐ο‐ρί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοπεριορίζομαι, π.αόρ.: αυτοπεριορίστηκα, μτχ.π.π.: αυτοπεριορισμένος (αποθετικό ρήμα)
- θέτω εκούσια περιορισμούς στον εαυτό μου
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αυτός, περιορίζω, ορίζω και όρος
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοπεριορίζομαι | αυτοπεριοριζόμουν(α) | θα αυτοπεριορίζομαι | να αυτοπεριορίζομαι | ||
β' ενικ. | αυτοπεριορίζεσαι | αυτοπεριοριζόσουν(α) | θα αυτοπεριορίζεσαι | να αυτοπεριορίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αυτοπεριορίζεται | αυτοπεριοριζόταν(ε) | θα αυτοπεριορίζεται | να αυτοπεριορίζεται | ||
α' πληθ. | αυτοπεριοριζόμαστε | αυτοπεριοριζόμαστε αυτοπεριοριζόμασταν |
θα αυτοπεριοριζόμαστε | να αυτοπεριοριζόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοπεριορίζεστε | αυτοπεριοριζόσαστε αυτοπεριοριζόσασταν |
θα αυτοπεριορίζεστε | να αυτοπεριορίζεστε | (αυτοπεριορίζεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοπεριορίζονται | αυτοπεριορίζονταν αυτοπεριοριζόντουσαν |
θα αυτοπεριορίζονται | να αυτοπεριορίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοπεριορίστηκα | θα αυτοπεριοριστώ | να αυτοπεριοριστώ | αυτοπεριοριστεί | ||
β' ενικ. | αυτοπεριορίστηκες | θα αυτοπεριοριστείς | να αυτοπεριοριστείς | αυτοπεριορίσου | ||
γ' ενικ. | αυτοπεριορίστηκε | θα αυτοπεριοριστεί | να αυτοπεριοριστεί | |||
α' πληθ. | αυτοπεριοριστήκαμε | θα αυτοπεριοριστούμε | να αυτοπεριοριστούμε | |||
β' πληθ. | αυτοπεριοριστήκατε | θα αυτοπεριοριστείτε | να αυτοπεριοριστείτε | αυτοπεριοριστείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοπεριορίστηκαν αυτοπεριοριστήκαν(ε) |
θα αυτοπεριοριστούν(ε) | να αυτοπεριοριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοπεριοριστεί | είχα αυτοπεριοριστεί | θα έχω αυτοπεριοριστεί | να έχω αυτοπεριοριστεί | αυτοπεριορισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοπεριοριστεί | είχες αυτοπεριοριστεί | θα έχεις αυτοπεριοριστεί | να έχεις αυτοπεριοριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοπεριοριστεί | είχε αυτοπεριοριστεί | θα έχει αυτοπεριοριστεί | να έχει αυτοπεριοριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοπεριοριστεί | είχαμε αυτοπεριοριστεί | θα έχουμε αυτοπεριοριστεί | να έχουμε αυτοπεριοριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοπεριοριστεί | είχατε αυτοπεριοριστεί | θα έχετε αυτοπεριοριστεί | να έχετε αυτοπεριοριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοπεριοριστεί | είχαν αυτοπεριοριστεί | θα έχουν αυτοπεριοριστεί | να έχουν αυτοπεριοριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αυτοπεριορισμένος - είμαστε, είστε, είναι αυτοπεριορισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αυτοπεριορισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αυτοπεριορισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αυτοπεριορισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αυτοπεριορισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αυτοπεριορισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αυτοπεριορισμένοι |