Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοπεριορίζομαι < αυτο- + περιορίζομαι
ΔΦΑ : /a.fto.pe.ɾi.oˈɾi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτοπεριορίζομαι

αυτοπεριορίζομαι, π.αόρ.: αυτοπεριορίστηκα, μτχ.π.π.: αυτοπεριορισμένος (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία