confine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | confine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | confines |
αόριστος | confined |
παθητική μετοχή | confined |
ενεργητική μετοχή | confining |
Ρήμα
επεξεργασίαconfine (en)
- κλείνω, περιορίζω κάποιον ή κάτι μέσα σε ένα χώρο
- ⮡ He spends his whole life confined in an office.
- Περνά όλη τη ζωή του κλεισμένος σε ένα γραφείο.
- ⮡ He spends his whole life confined in an office.
- θέτω κάποιον σε περιορισμό (εγκλείω, φυλακίζω)
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconfine (it)