Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
confine
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ρήμα
1.1.1
Συγγενικά
2
Ιταλικά (it)
2.1
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
confine
(en)
περιορίζω
θέτω κάποιον σε περιορισμό (
εγκλείω
,
φυλακίζω
)
Συγγενικά
επεξεργασία
confinement
Ιταλικά
(it)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
confine
(it)
σύνορο