ενεστώτας confine
γ΄ ενικό ενεστώτα confines
αόριστος confined
παθητική μετοχή confined
ενεργητική μετοχή confining

confine (en)

  1. κλείνω, περιορίζω κάποιον ή κάτι μέσα σε ένα χώρο
      He spends his whole life confined in an office.
    Περνά όλη τη ζωή του κλεισμένος σε ένα γραφείο.
  2. θέτω κάποιον σε περιορισμό (εγκλείω, φυλακίζω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία